- σαφής
- -ές, ΝΜΑ1. (για λόγο ή νόημα) ευκρινής, εναργής, καθαρός, εύκολα εννοούμενος (α. «η άποψή του δεν ήταν καθόλου σαφής» β. «σοί τοι λέγουσα παύεται σαφῆ λόγον», Αισχύλ.)2. φρ. «σοφόν το σαφές» — η σαφήνεια τού λόγου και τών νοημάτων είναι γνώρισμα τών σοφών ανθρώπων3. το ουδ. ως ουσ. το σαφέςη σαφήνειανεοελλ.φρ. «γίνομαι σαφής» — αποσαφηνίζω, καθιστώ σαφή την άποψή μου, διευκρινίζωαρχ.1. ολοφάνερος («λάμπει δὲ σαφὴς ἀρετά», Πίνδ.)2. (για μάντη ή προφήτη) βέβαιος, ασφαλής, αυτός που δεν πλανάται («ποῡ σὺ μάντις εἶ σαφής;», Σοφ.)3. ακριβής4. το ουδ. ως ουσ. τo σαφέςη φανερή αλήθεια5. φρ. α) «σαφές ἐστι» — είναι φανερόβ) «λέγω τι σαφές» — λέω κάτι φανερόγ) «σαφὲς καθίστημί τι» — διευκρινίζω, ξεκαθαρίζω κάτι.επίρρ...σαφώς / σαφῶς, ΝΑ, και ιων. και δωρ. τ. σαφέως Α1. (με λεκτικά και γνωστικά ρήματα, καθώς και με όσα σημαίνουν αντιλαμβάνομαι ή ακούω) καθαρά, ολοφάνερα, ευκρινώς, ευδιάκριτα (α. «εκφράστηκε σαφώς» β. «σαφέως φράσαι», Ηρόδ.)2. (σε καταφατική απόκριση) βεβαίως, μάλιστα, ναι (α. «τού τό είπες, έτσι; — σαφώς» β. «σαφῶς γε νὴ Δία, πάντες εἶπον», Ξεν.)αρχ.1. προδήλως, αναμφίβολα, οπωσδήποτε («κατοικεῑ τούσδε τοὺς τόπους σαφῶς», Σοφ.)2. φρ. α) «σαφῶς φρόνει» — να είσαι βέβαιος γι' αυτόβ) «νομίζω σαφῶς ἀπολωλέναί με» — νομίζω ότι σίγουρα θα χαθώ, θα πάω χαμένος (Ξεν.).[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σάφα].
Dictionary of Greek. 2013.